- καχυπονόητος
- καχυπο-νόητος, ον, = sq., cited in error by Poll.2.57 from Pl.Phdr. 240e;A v. καχυπότοπος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καχυπονόητος — καχυπονόητος, ον (ΑΜ) καχυπόνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ [ο] *) + υπονοώ] … Dictionary of Greek
καχυπονόητον — καχυπονόητος masc/fem acc sg καχυπονόητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek